- συνυπακούω
- ΝΑυπονοώ κάτι που παραλείπεται, υπαινίσσομαιαρχ.1. υπακούω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ἀσμένως συνεπακουσάντων», Διόδ.)2. εννοώ κάτι μαζί με κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
спослушествую — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. προσμαρτυρέω) вместе с кем л. свидетельствую,… … Словарь церковнославянского языка